άμιλλα η [ámíla]: προσπάθεια για υπεροχή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα και ιδίως που διεκδικούν την πρώτη θέση με κίνητρα κυρίως ηθικά· συναγωνισμός: ~ μεταξύ μαθητών / αθλητών. H ~ ως παράγοντας προόδου. Ευγενής ~.
[λόγ. < αρχ. ἅμιλλα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου