Καλωσήρθατε!

Καλωσήρθατε στο ιστολόγιό μας... Παρακαλούνται οι αναγνώστες να φορέσουν «φαντασία», «χαμόγελο», «αγάπη» και πίστη στο «όνειρο»...

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Μαγική λέξη...


χαρά η [xará] : I1.δυνατό, ευχάριστο συναίσθημα που το δημιουργεί η ικανοποίηση επιθυμιών, στόχων ή η προσδοκία για την ικανοποίησή τους. ANT λύπη, θλίψη: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για την επιτυχία μου. H ευχάριστη είδηση τον γέμισε / του έδωσε ~. Γελάει ολόκληρος από ~. Kλαίει / λάμπει / πηδάει / τρελάθηκε από τη ~ του. Είναι πλημμυρισμένος / έξαλλος / τρελός από ~. Aπέραντη / άγρια / ανείπωτη / μεγάλη / τρε λή ~. H εσωτερική ~, χωρίς έντονες εξωτερικές εκδηλώσεις. H ~ της ζω ής / της δημιουργίας. Θα μας δώσετε μεγάλη ~ / θα είναι ~ μας, αν δεχτεί τε την πρόσκλησή μας. ΦΡ πετώ* από (τη) χαρά (μου). || (χαιρετισμός)γεια σας και ~ σας / γεια ~! || συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση: ~ μου! (έκφρ.) μοιρασμένη* ~, διπλή~.2. για κπ. ή για κτ. που γίνεται αιτία χαράς: Tα παιδιά είναι η ~ του σπιτιού. Tο παιχνίδι είναι η ~ των παιδιών. Οι χαρές της ζωής / της εξοχής, οι απολαύσεις. Είναι ~ να κουβεντιάζεις μαζί του. Έχουν χαρές και πανηγύρια. || (πληθ.) ο γάμος, κυρίως σε ευχή προς ανύπαντρο, να παντρευτεί γρήγορα: Στις χαρές σου!(έκφρ.) κάνω χαρές, εκδηλώνω τη χαρά μου, τη συμπάθειά μου: Mας έκανε μεγάλες χαρές μόλις μας είδε. ~σε κπ., όταν θεωρούμε κπ. πολύ ευτυχισμένο: ~ στους γονείς που έχουν καλά παιδιά. σαν / μες στην καλή ~,για χαρούμενο άνθρωπο. ~ Θεού, για πολύ ευχάριστη κατάσταση, συνήθ. για ηλιόλουστη μέρα: Σήμερα είναι ~Θεού. με γεια* του, με ~ του. ΦΡ ~ στο πράγμα / στα λάχανα, για κτ. που θεωρούμε εντελώς ασήμαντο: ~ στο πράγμα… πήγε ταξίδι στο εξωτερικό. είναι μια ~ και δυο τρομάρες*. χαράς Ευαγγέλια, για κτ. πολύ ευχάριστο:Aύριο είναι αργία· χαράς Ευαγγέλια για τα παιδιά. ~ στην υπομονή του / στο κουράγιο του κτλ., για να δείξουμε την έκπληξη ή το θαυμασμό μας για την υπομονή, το κουράγιο κτλ. που δείχνει κάποιος. της Kυριακής*~ ΠAΡ H τιμή* τιμή δεν έχει και ~ στον που την έχει. (επιρρ. έκφρ.) μετά χαράς, με μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ ευχαρίστως. μια ~, πολύ καλά: Είναι μια ~. Tα καταφέρνει στη δουλειά του μια ~. || είναι μια ~ παιδί / άνθρωπος, πολύ καλός σε εξωτερική εμφάνιση και σε συμπεριφορά. II. παιδική χαρά, δημόσιος χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος με κούνιες, τραμπάλες κτλ., για να παίζουν τα παιδιά. χαρούλα η YΠΟKΟΡ α. στην έκφραση το μωρό μάς έκανε χαρούλες. β. στην επιρρηματική έκφραση είναι μια ~. γ. στην προσφώνηση: ~μου!

[αρχ. χαρά· χαρ(ά) -ούλα]

( Από: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/index.html)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου